- καλοκαιράκι
- το(υποκορ. τού καλοκαίρι)1. (θωπευτ.) καλοκαίρι2. σειρά θερμών ημερών ύστερα από τα πρώτα κρύα τού φθινοπώρου, αλλ. μικρό καλοκαίρι ή καλοκαιράκι τού Αγίου Δημητρίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοκαιράκι — το υποκορ. του καλοκαίρι θέρος, καλοκαίρι: Ήρθε το καλοκαιράκι, στρίβει ο γέρος το μουστάκι (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения … Википедия
Ξανθούλης, Γιάννης — (Αλεξανδρούπολη 1947 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε σχέδιο και δημοσιογραφία. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες, περιοδικά και το ραδιόφωνο. Παράλληλα ασχολήθηκε με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων … Dictionary of Greek